φθάρμα

φθάρμα
-άρματος, τὸ, Α
1. φθορά, καταστροφή
2. καθετί που προξενεί καταστροφή
3. μτφ. (για πρόσ.) διεφθαρμένο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθαρμάτων — φθάρμα corruption neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθάρματα — φθάρμα corruption neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

  • ԽԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0940 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 14c գ. λοβή, βλαβή, φθάρμα mutilatio, jactura, corruptio, vitium. Խեղ գոլն. պակասութիւն կամ տգեղութիւն անդամոց. եւս եւ Ապականութիւն. Վնաս, արատ, ախտ՝ մարմնոյ կամ հոգւոյ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”